κασίας

κασίας
κασίᾱς , κασία
cassia
fem acc pl
κασίᾱς , κασία
cassia
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • CARPESIUM — Graece Κιρπήσιον, aromatis genus apud Galenum, quod festucas ait esse tenues surculis summis cinnamomi similes, parique virtute facit praditum cum cinnamomo: ἀντὶ κοναμώμου καρπήσιον. Item, ἀντι κιναμώμου κασίας διπλοῦν ἢ τὸ καρπήσιον. Hodie quid …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κασιόπνους — κασιόπνους, ουν (Α) αυτός που αποπνέει οσμή κασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασία + πνους (< πνοῦς), πρβλ. θεό πνους, ιμερό πνους] …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”